Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
διάφραγμα
View word page
δια-φιλοτῑμέομαι
δια-φιλοτῑμέομαιmid.pass.contr.vb engage in keen rivalryw.dat.prep.phr.w. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφιλοτῑμέομαι
Headword (normalized):
διαφιλοτῑμέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαφιλοτιμεομαι
IDX:
9181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9182
Key:
διαφιλοτῑμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-φιλοτῑμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φιλοτῑμέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>engage in keen rivalry</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφιλοτῑμέομαι'}