Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
διάφορος
διαφορότης
View word page
δια-φιλονῑκέω
δια-φιλονῑκέωcontr.vb of personsbe passionate rivalsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαφιλονῑκέω
Headword (normalized):
διαφιλονῑκέω
Headword (normalized/stripped):
διαφιλονικεω
IDX:
9180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9181
Key:
διαφιλονῑκέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φιλονῑκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-φιλονῑκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>be passionate rivals</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφιλονῑκέω'}