Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
διαφορέω
διαφόρησις
διαφόρητος
View word page
διαφθορεύς
διαφθορεύςέωςm.also f. E. destroyer, corrupterof persons, lawsE. Pl.

ShortDef

a corrupter

Debugging

Headword:
διαφθορεύς
Headword (normalized):
διαφθορεύς
Headword (normalized/stripped):
διαφθορευς
IDX:
9178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9179
Key:
διαφθορεύς

Data

{'headword_display': '<b>διαφθορεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαφθορεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m.<Expl>also f. <Au>E.</Au></Expl></PS></HG> <nS1><Tr>destroyer, corrupter<Expl>of persons, laws</Expl></Tr><Au>E. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαφθορεύς'}