Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφάδην
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
διαφορᾱ́
View word page
δια-φημίζω
διαφημίζωvb spread widely, disseminatea reportNT.spread news ofsomeoneNT.pass.of a reportbe disseminatedNT.

ShortDef

to spread abroad

Debugging

Headword:
διαφημίζω
Headword (normalized):
διαφημίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφημιζω
IDX:
9175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9176
Key:
διαφημίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φημίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>φημίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>spread widely, disseminate</Tr><Obj>a report<Au>NT.</Au></Obj><vS2><Tr>spread news of</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a report</Indic><Def>be disseminated</Def><Au>NT.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφημίζω'}