Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
διαφλέγω
διαφοιβάζομαι
διαφοιτάω
View word page
διάφευξις
διάφευξιςεωςf act of escapingescapeTh.means of escapePlu.

ShortDef

an escaping, means of escape

Debugging

Headword:
διάφευξις
Headword (normalized):
διάφευξις
Headword (normalized/stripped):
διαφευξις
IDX:
9174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9175
Key:
διάφευξις

Data

{'headword_display': '<b>διάφευξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάφευξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act of escaping</Def><Tr>escape</Tr><Au>Th.</Au><nS2><Tr>means of escape</Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'διάφευξις'}