Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
διαφιλοτῑμέομαι
View word page
διαφερόντως
διαφερόντωςptcpl.advsee underδιαφέρω

ShortDef

differently from, at odds with

Debugging

Headword:
διαφερόντως
Headword (normalized):
διαφερόντως
Headword (normalized/stripped):
διαφεροντως
IDX:
9171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9172
Key:
διαφερόντως

Data

{'headword_display': '<b>διαφερόντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαφερόντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>διαφέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαφερόντως'}