Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
διαφιλονῑκέω
View word page
δια-φαύσκω
διαφαύσκω
Ion.διαφώσκω
vbreltd.φάος
of daybecome light, dawnHdt.neut.sg.gen.ptcpl.as it becomes lightPlb.

ShortDef

to shew light through, to dawn

Debugging

Headword:
διαφαύσκω
Headword (normalized):
διαφαύσκω
Headword (normalized/stripped):
διαφαυσκω
IDX:
9170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9171
Key:
διαφαύσκω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φαύσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>φαύσκω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>διαφώσκω</FmHL></DL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>φάος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of day</Indic><Tr>become light, dawn</Tr><Au>Hdt.</Au><vSGrm><GLbl>neut.sg.gen.ptcpl.</GLbl><Def>as it becomes light</Def><Au>Plb.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφαύσκω'}