Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαυγέω
διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνω
διαφάνεια
διαφανής
διαφαυλίζω
διαφαύσκω
διαφερόντως
διαφέρω
διαφεύγω
διάφευξις
διαφημίζω
διαφθείρω
διαφθορᾱ́
διαφθορεύς
διαφίημι
View word page
δια-φαυλίζω
διαφαυλίζωvb have a very low opinion ofthe human racePl.

ShortDef

hold cheap, depreciate

Debugging

Headword:
διαφαυλίζω
Headword (normalized):
διαφαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
διαφαυλιζω
IDX:
9169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9170
Key:
διαφαυλίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-φαυλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>φαυλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>have a very low opinion of</Tr><Obj>the human race<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαφαυλίζω'}