Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
διαφαίνω
View word page
διᾴττω
διᾴττωAtt.vbseeδιᾴσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διᾴττω
Headword (normalized):
διᾴττω
Headword (normalized/stripped):
διαττω
IDX:
9156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9157
Key:
διᾴττω

Data

{'headword_display': '<b>διᾴττω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διᾴττω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διᾴσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διᾴττω'}