Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
διαφάδην
View word page
δια-ττάω
δια-ττάωAtt.contr.vbreltd.σάω1 strain, sieve, filterearthPl. intr.Pl.neut.pass.ptcpl.sb.that which is strainedPl.

ShortDef

sift, riddle

Debugging

Headword:
διαττάω
Headword (normalized):
διαττάω
Headword (normalized/stripped):
διατταω
IDX:
9155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9156
Key:
διαττάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ττάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ττάω</HL><PS>Att.contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>σάω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>strain, sieve, filter</Tr><Obj>earth<Au>Pl.</Au></Obj> <vS2><Indic>intr.</Indic><Au>Pl.</Au></vS2><vSGrm><GLbl>neut.pass.ptcpl.sb.</GLbl><Def>that which is strained</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαττάω'}