Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
διαυχένιος
διαφαγεῖν
View word page
δια-τρώγω
δια-τρώγωvbfut.
διατρώξομαι
aor.2 inf.
διατραγεῖν
pass.pf.
διατέτρωγμαι
of persons, micegnaw throughan objectAr. Arist. Thphr.gnawnibble ona rootAr. pass.of an objectbe gnawed throughAr.

ShortDef

to gnaw through

Debugging

Headword:
διατρώγω
Headword (normalized):
διατρώγω
Headword (normalized/stripped):
διατρωγω
IDX:
9154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9155
Key:
διατρώγω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τρώγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τρώγω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>διατρώξομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.2 inf.</Lbl><Form>διατραγεῖν</Form></Tns><Vc><Tns><LBL>pass.</LBL><Lbl>pf.</Lbl><Form>διατέτρωγμαι</Form></Tns></Vc></FG></vHG> <vS1> <Indic>of persons, mice</Indic><Tr>gnaw through</Tr><Obj>an object<Au>Ar. Arist. Thphr.</Au></Obj><vS2><Tr>gnaw<or/>nibble on</Tr><Obj>a root<Au>Ar.</Au></Obj></vS2> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of an object</Indic><Def>be gnawed through</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διατρώγω'}