Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
διαυγής
διαυλοδρόμᾱς
δίαυλος
View word page
δια-τρυφάω
δια-τρυφάωcontr.vb ptcpl.adj.of an upbringingthoroughly pamperedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατρυφάω
Headword (normalized):
διατρυφάω
Headword (normalized/stripped):
διατρυφαω
IDX:
9152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9153
Key:
διατρυφάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τρυφάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τρυφάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of an upbringing</Indic><Def>thoroughly pampered</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διατρυφάω'}