Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
διαυγής
View word page
δια-τροχάζω
δια-τροχάζωvb of a horserun alongtrotX.

ShortDef

to trot

Debugging

Headword:
διατροχάζω
Headword (normalized):
διατροχάζω
Headword (normalized/stripped):
διατροχαζω
IDX:
9150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9151
Key:
διατροχάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τροχάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τροχάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a horse</Indic><Def>run along</Def><Tr>trot</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διατροχάζω'}