Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
διαυγέω
View word page
διατροφή
διατροφήῆςfδιατρέφω provision of food and maintenancesustenance, maintenanceof persons or troopsX. Men. Plu.

ShortDef

sustenance, support

Debugging

Headword:
διατροφή
Headword (normalized):
διατροφή
Headword (normalized/stripped):
διατροφη
IDX:
9149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9150
Key:
διατροφή

Data

{'headword_display': '<b>διατροφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διατροφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διατρέφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>provision of food and maintenance</Def><Tr>sustenance, maintenance<Expl>of persons or troops</Expl></Tr><Au>X. Men. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διατροφή'}