Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
διατύπωσις
διαυγάζω
View word page
διατροπή
διατροπήῆςfδιατρέπω state of being discouraged or unnervedloss of heart, trepidation, consternationesp. of troopsPlb.

ShortDef

confusion, agitation

Debugging

Headword:
διατροπή
Headword (normalized):
διατροπή
Headword (normalized/stripped):
διατροπη
IDX:
9148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9149
Key:
διατροπή

Data

{'headword_display': '<b>διατροπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διατροπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διατρέπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>state of being discouraged or unnerved</Def><Tr>loss of heart, trepidation, consternation<Expl>esp. of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διατροπή'}