Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
διαττάω
διᾴττω
View word page
διατρῑπτικός
διατρῑπτικόςή όνadj of a perfumed unguentof the kind made by poundingw. further connot. time-wastingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατρῑπτικός
Headword (normalized):
διατρῑπτικός
Headword (normalized/stripped):
διατριπτικος
IDX:
9146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9147
Key:
διατρῑπτικός

Data

{'headword_display': '<b>διατρῑπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διατρῑπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a perfumed unguent</Indic><Tr>of the kind made by pounding<Expl>w. further connot. <ital>time-wasting</ital></Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διατρῑπτικός'}