Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
διατρυφείς
διατρώγω
View word page
διατριβικός
διατριβικόςή όνadj pejor., of writers, speechesof the kind associated with rhetorical schoolspedantic, fustyPlb.

ShortDef

scholastic, pedantic

Debugging

Headword:
διατριβικός
Headword (normalized):
διατριβικός
Headword (normalized/stripped):
διατριβικος
IDX:
9144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9145
Key:
διατριβικός

Data

{'headword_display': '<b>διατριβικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διατριβικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>pejor., of writers, speeches</Indic><Def>of the kind associated with rhetorical schools</Def><Tr>pedantic, fusty</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διατριβικός'}