Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
διατροφή
διατροχάζω
διατρύγιος
διατρυφάω
View word page
δια-τρέω
δια-τρέωcontr.vb of troops, animalsscatter in terrorIl. Plu. of personsbe thoroughly cowedPlu.

ShortDef

to flee all ways

Debugging

Headword:
διατρέω
Headword (normalized):
διατρέω
Headword (normalized/stripped):
διατρεω
IDX:
9142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9143
Key:
διατρέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops, animals</Indic><Tr>scatter in terror</Tr><Au>Il. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>be thoroughly cowed</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διατρέω'}