Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
διάτριχα
διατροπή
View word page
διατραγεῖν
διατραγεῖνaor.2 inf.seeδιατρώγω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατραγεῖν
Headword (normalized):
διατραγεῖν
Headword (normalized/stripped):
διατραγειν
IDX:
9138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9139
Key:
διατραγεῖν

Data

{'headword_display': '<b>διατραγεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>διατραγεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διατρώγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διατραγεῖν'}