Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
διατρῑ́βω
διατρῑπτικός
View word page
δια-τορεῖν
δια-τορεῖνaor.2 infredupl.aor.ptcpl.tm.
διὰ ... τετορήσᾱς
pierce throughspines of oxenw. a knifehHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατορεῖν
Headword (normalized):
διατορεῖν
Headword (normalized/stripped):
διατορειν
IDX:
9136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9137
Key:
διατορεῖν

Data

{'headword_display': '<b>δια-τορεῖν</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τορεῖν</HL><PS>aor.2 inf</PS><FG><Tns><Lbl>redupl.aor.ptcpl.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>διὰ ... τετορήσᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>pierce through</Tr><Obj>spines of oxen<Expl>w. a knife</Expl><Au>hHom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διατορεῖν'}