Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
διατριβικός
View word page
δια-τοξεύομαι
δια-τοξεύομαιmid.vb compete in archeryX.w.dat.w. someoneThphr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατοξεύομαι
Headword (normalized):
διατοξεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διατοξευομαι
IDX:
9134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9135
Key:
διατοξεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-τοξεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τοξεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>compete in archery</Tr><Au>X.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Thphr.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διατοξεύομαι'}