Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
διατραγεῖν
διατρέπω
διατρέφω
διατρέχω
διατρέω
διατριβή
View word page
διατομή
διατομήῆςfδιατέμνω perh.parting, separationof two personsA.pl.

ShortDef

a severance

Debugging

Headword:
διατομή
Headword (normalized):
διατομή
Headword (normalized/stripped):
διατομη
IDX:
9133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9134
Key:
διατομή

Data

{'headword_display': '<b>διατομή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διατομή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διατέμνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Tr>parting, separation<Expl>of two persons</Expl></Tr><Au>A.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'διατομή'}