Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
διάτορος
View word page
δια-τήκω
δια-τήκωvb meltwaxAr.pass.of snowmeltX.

ShortDef

to melt, soften by heat

Debugging

Headword:
διατήκω
Headword (normalized):
διατήκω
Headword (normalized/stripped):
διατηκω
IDX:
9127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9128
Key:
διατήκω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τήκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τήκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>melt</Tr><Obj>wax<Au>Ar.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of snow</Indic><Def>melt</Def><Au>X.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διατήκω'}