Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
διατορεῖν
View word page
δια-τετραίνω
δια-τετραίνωvbIon.fut.
διατετρανέω
dial.aor.mid.
διατετρηνάμην
pierce, make a hole ina skullw.dat.w. a pebbleHdt.mid.bore throughanimal bonesto create an aulosCall.tm.of a godthe ears of living creaturesto enable hearingAr.

ShortDef

to bore through, make a hole in

Debugging

Headword:
διατετραίνω
Headword (normalized):
διατετραίνω
Headword (normalized/stripped):
διατετραινω
IDX:
9126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9127
Key:
διατετραίνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-τετραίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-τετραίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>Ion.fut.</Lbl><Form>διατετρανέω</Form></Tns><Tns><Lbl>dial.aor.mid.</Lbl><Form>διατετρηνάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>pierce, make a hole in</Tr><Obj>a skull<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a pebble</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>bore through</Tr><Obj>animal bones<Expl>to create an aulos</Expl><Au>Call.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj><vS2><Indic>of a god</Indic><Obj>the ears of living creatures<Expl>to enable hearing</Expl><Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διατετραίνω'}