Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
διατινάσσω
διατινθαλέος
διατμήγω
διατομή
διατοξεύομαι
διατοξεύσιμος
View word page
διατεταμένως
διατεταμένωςpf.mid.ptcpl.advsee underδιατείνω

ShortDef

with might and main, earnestly

Debugging

Headword:
διατεταμένως
Headword (normalized):
διατεταμένως
Headword (normalized/stripped):
διατεταμενως
IDX:
9125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9126
Key:
διατεταμένως

Data

{'headword_display': '<b>διατεταμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διατεταμένως</HL><PS>pf.mid.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>διατείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διατεταμένως'}