Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
διατήκω
διατηρέω
διατίθημι
View word page
διατείχισμα
διατείχισμαατοςn cross-wall, dividing wallto defend a city or garrisonTh. Plu.in a city, separating off a sectorPlb. Plu. area separated off by a cross-wallwalled-off sectorin a cityTh.

ShortDef

a place walled off and fortified

Debugging

Headword:
διατείχισμα
Headword (normalized):
διατείχισμα
Headword (normalized/stripped):
διατειχισμα
IDX:
9119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9120
Key:
διατείχισμα

Data

{'headword_display': '<b>διατείχισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διατείχισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>cross-wall, dividing wall<Expl>to defend a city or garrison</Expl></Tr><Au>Th. Plu.</Au><nS2><Indic>in a city, separating off a sector</Indic><Au>Plb. Plu.</Au></nS2></nS1> <nS1><Def>area separated off by a cross-wall</Def><Tr>walled-off sector<Expl>in a city</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διατείχισμα'}