Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
διατετραίνω
View word page
διατεθρυμμένως
διατεθρυμμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underδιαθρύπτω

ShortDef

weakly

Debugging

Headword:
διατεθρυμμένως
Headword (normalized):
διατεθρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
διατεθρυμμενως
IDX:
9116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9117
Key:
διατεθρυμμένως

Data

{'headword_display': '<b>διατεθρυμμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διατεθρυμμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>διαθρύπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διατεθρυμμένως'}