Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατεταμένως
View word page
δια-ταφρεύω
δια-ταφρεύωvb dig a trench throughacrossa placePlb. Plu.

ShortDef

to fortify by a ditch

Debugging

Headword:
διαταφρεύω
Headword (normalized):
διαταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταφρευω
IDX:
9115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9116
Key:
διαταφρεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ταφρεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ταφρεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>dig a trench through<or/>across</Tr><Obj>a place<Au>Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαταφρεύω'}