Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
διατεκμαίρομαι
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
View word page
διάτασις
διάτασιςεωςfδιατείνω tensionw.gen.of the head, i.e. headachePl. intensityof emotionArist. Plu.violent strugglingof a distressed babyArist.

ShortDef

tension

Debugging

Headword:
διάτασις
Headword (normalized):
διάτασις
Headword (normalized/stripped):
διατασις
IDX:
9113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9114
Key:
διάτασις

Data

{'headword_display': '<b>διάτασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάτασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διατείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tension<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the head, i.e. headache</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>intensity<Expl>of emotion</Expl></Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>violent struggling<Expl>of a distressed baby</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάτασις'}