Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
διατείχισμα
View word page
διατάμνω
διατάμνωdial.vbseeδιατέμνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διατάμνω
Headword (normalized):
διατάμνω
Headword (normalized/stripped):
διαταμνω
IDX:
9109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9110
Key:
διατάμνω

Data

{'headword_display': '<b>διατάμνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διατάμνω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διατέμνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διατάμνω'}