Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχίζω
View word page
δια-ταμιεύω
δια-ταμιεύωvb of womenmanage, look afterhousehold goodsPl. mid.of a landstore upwaterw.dat.in its soilPl.

ShortDef

manage, dispense

Debugging

Headword:
διαταμιεύω
Headword (normalized):
διαταμιεύω
Headword (normalized/stripped):
διαταμιευω
IDX:
9108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9109
Key:
διαταμιεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ταμιεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ταμιεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of women</Indic><Tr>manage, look after</Tr><Obj>household goods<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a land</Indic><Tr>store up</Tr><Obj>water<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in its soil</Expl><Au>Pl.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαταμιεύω'}