Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
διατείνω
View word page
διάταγμα
διάταγμαατοςn in Roman ctxts.edictPlu.

ShortDef

ordinance, edict

Debugging

Headword:
διάταγμα
Headword (normalized):
διάταγμα
Headword (normalized/stripped):
διαταγμα
IDX:
9107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9108
Key:
διάταγμα

Data

{'headword_display': '<b>διάταγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάταγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>in Roman ctxts.</Indic><Tr>edict</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάταγμα'}