Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
διατεθρυμμένως
View word page
διαταγή
διαταγήῆςfδιατάσσω directingw.gen.of angels, by GodNT.

ShortDef

an ordinance

Debugging

Headword:
διαταγή
Headword (normalized):
διαταγή
Headword (normalized/stripped):
διαταγη
IDX:
9106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9107
Key:
διαταγή

Data

{'headword_display': '<b>διαταγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαταγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διατάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>directing<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of angels, by God</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαταγή'}