Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
διάτασις
διατάσσω
διαταφρεύω
View word page
διασωπᾱ́σομαι
διασωπᾱ́σομαι
dial.fut.mid.
see
διασιωπάω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διασωπᾱ́σομαι
Headword (normalized):
διασωπᾱ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
διασωπασομαι
IDX:
9105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9106
Key:
διασωπᾱ́σομαι
Data
{'headword_display': '<b>διασωπᾱ́σομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>διασωπᾱ́σομαι<LblR>dial.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>διασιωπάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διασωπᾱ́σομαι'}