Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
διαταράσσω
View word page
δια-σχηματίζομαι
δια-σχηματίζομαιmid.vb of a godgive different forms toprimary elementsPl.pass.of matterbe given different formsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασχηματίζομαι
Headword (normalized):
διασχηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασχηματιζομαι
IDX:
9102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9103
Key:
διασχηματίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σχηματίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σχηματίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a god</Indic><Tr>give different forms to</Tr><Obj>primary elements<Au>Pl.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of matter</Indic><Def>be given different forms</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διασχηματίζομαι'}