Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
διατανύω
διάταξις
View word page
δια-σφηκόομαι
δια-σφηκόομαιpass.contr.vb pf.ptcpl.adj.of a personpinched in at the waist like a waspAr.

ShortDef

to be made like a wasp, be pinched in at the waist

Debugging

Headword:
διασφηκόομαι
Headword (normalized):
διασφηκόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφηκοομαι
IDX:
9101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9102
Key:
διασφηκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σφηκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σφηκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>pinched in at the waist like a wasp</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διασφηκόομαι'}