Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
διατάμνω
View word page
δια-σφάξ
δια-σφάξάγοςfσφάζω ravine, gorgeHdt.

ShortDef

any opening made by violence, a cleft, rocky gorge

Debugging

Headword:
διασφάξ
Headword (normalized):
διασφάξ
Headword (normalized/stripped):
διασφαξ
IDX:
9099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9100
Key:
διασφάξ

Data

{'headword_display': '<b>δια-σφάξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δια-σφάξ</HL><Infl>άγος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σφάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ravine, gorge</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διασφάξ'}