Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
διαταμιεύω
View word page
δια-σφάλλομαι
δια-σφάλλομαιpass.vb failbe frustratedArist. Plb.w.gen.in a planPlb.fail to gainw.gen.an allianceAeschin.be unable to recallw.gen.what one has writtenAeschin. make a mistake, slip upMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασφάλλομαι
Headword (normalized):
διασφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφαλλομαι
IDX:
9098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9099
Key:
διασφάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σφάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σφάλλομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fail<or/>be frustrated</Tr><Au>Arist. Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>in a plan<Au>Plb.</Au></Cmpl><vS2><Tr>fail to gain</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>an alliance<Au>Aeschin.</Au></Cmpl></vS2><vS2><Tr>be unable to recall</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>what one has written<Au>Aeschin.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Tr>make a mistake, slip up</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διασφάλλομαι'}