Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
διασωπᾱ́σομαι
διαταγή
διάταγμα
View word page
δι-ασφαλίζομαι
δι-ασφαλίζομαιmid.vb of a commandermake securea positionw.dat.w. building-worksPlb.

ShortDef

secure firmly

Debugging

Headword:
διασφαλίζομαι
Headword (normalized):
διασφαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφαλιζομαι
IDX:
9097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9098
Key:
διασφαλίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-ασφαλίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-ασφαλίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>make secure</Tr><Obj>a position<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. building-works</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασφαλίζομαι'}