Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
διασχίζω
διασῴζω
View word page
δια-στῡλόω
δια-στῡλόωcontr.vbστῦλος support with pillars or propsunderpina wallPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαστῡλόω
Headword (normalized):
διαστῡλόω
Headword (normalized/stripped):
διαστυλοω
IDX:
9094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9095
Key:
διαστῡλόω

Data

{'headword_display': '<b>δια-στῡλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-στῡλόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>στῦλος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>support with pillars or props</Def><Tr>underpin</Tr><Obj>a wall<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαστῡλόω'}