Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
διασφάξ
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασχηματίζομαι
View word page
διαστροφή
διαστροφήῆςf perversionof things, fr. their natural stateArist.corruption, degradation, debasementof personsPlb. Plu.

ShortDef

distortion

Debugging

Headword:
διαστροφή
Headword (normalized):
διαστροφή
Headword (normalized/stripped):
διαστροφη
IDX:
9092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9093
Key:
διαστροφή

Data

{'headword_display': '<b>διαστροφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαστροφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>perversion<Expl>of things, fr. their natural state</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1><nS1><Tr>corruption, degradation, debasement<Expl>of persons</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαστροφή'}