Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
διασφαλίζομαι
διασφάλλομαι
View word page
δια-στοιχίζομαι
δια-στοιχίζομαιmid.vb of Zeusorganisehis ruleA. also interpr. as distributepoweramong the gods

ShortDef

to arrange for oneself regularly, regulate exactly

Debugging

Headword:
διαστοιχίζομαι
Headword (normalized):
διαστοιχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστοιχιζομαι
IDX:
9088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9089
Key:
διαστοιχίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-στοιχίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-στοιχίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of Zeus</Indic><Tr>organise</Tr><Obj>his rule<Au>A.</Au></Obj> <Extra>also interpr. as <Phr><TrPhr>distribute</TrPhr><Cmpl>power<Expl>among the gods</Expl></Cmpl></Phr></Extra> </vS1> </VE>', 'key': 'διαστοιχίζομαι'}