Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
διασφαιρίζω
View word page
δια-στίλβω
δια-στίλβωvb of pitchforksglitterin the sunAr.

ShortDef

to gleam through

Debugging

Headword:
διαστίλβω
Headword (normalized):
διαστίλβω
Headword (normalized/stripped):
διαστιλβω
IDX:
9086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9087
Key:
διαστίλβω

Data

{'headword_display': '<b>δια-στίλβω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-στίλβω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of pitchforks</Indic><Tr>glitter<Expl>in the sun</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαστίλβω'}