Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
διάστροφος
διαστῡλόω
διασῡ́ρω
View word page
δια-στίζω
δια-στίζωvb of a readerpunctuatea written textby adding the appropriate pausesArist.

ShortDef

distinguish by a mark, punctuate

Debugging

Headword:
διαστίζω
Headword (normalized):
διαστίζω
Headword (normalized/stripped):
διαστιζω
IDX:
9085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9086
Key:
διαστίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-στίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-στίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a reader</Indic><Tr>punctuate</Tr><Obj>a written text<Expl>by adding the appropriate pauses</Expl><Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαστίζω'}