Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
διαστροφή
View word page
δια-στείχω
δια-στείχωvb make one's way througha sanctuary or cityE. intr.go on one's waythrough lifego on, proceedPi.

ShortDef

to go through

Debugging

Headword:
διαστείχω
Headword (normalized):
διαστείχω
Headword (normalized/stripped):
διαστειχω
IDX:
9082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9083
Key:
διαστείχω

Data

{'headword_display': '<b>δια-στείχω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-στείχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make one's way through</Tr><Obj>a sanctuary or city<Au>E.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>intr.</Indic><Def>go on one's way<Expl>through life</Expl></Def><Tr>go on, proceed</Tr><Au>Pi.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαστείχω'}