Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
διαστρέφω
View word page
δια-σταυρόομαι
δια-σταυρόομαιmid.contr.vb build a palisade acrossan isthmusTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασταυρόομαι
Headword (normalized):
διασταυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασταυροομαι
IDX:
9081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9082
Key:
διασταυρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σταυρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σταυρόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>build a palisade across</Tr><Obj>an isthmus<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασταυρόομαι'}