Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολή
διαστρατηγέω
View word page
διαστατικός
διαστατικόςή όνadj of speechescreating discord, divisivePlu.

ShortDef

separative, causing discord

Debugging

Headword:
διαστατικός
Headword (normalized):
διαστατικός
Headword (normalized/stripped):
διαστατικος
IDX:
9080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9081
Key:
διαστατικός

Data

{'headword_display': '<b>διαστατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαστατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of speeches</Indic><Tr>creating discord, divisive</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαστατικός'}