Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
διαστίζω
διαστίλβω
διαστοιβάζω
View word page
δια-σταθμάομαι
δια-σταθμάομαιmid.contr.vb of a godset in regular orderhuman lifew. ἐκ + gen.after its confused and bestial beginningsE.

ShortDef

to order by rule, regulate

Debugging

Headword:
διασταθμάομαι
Headword (normalized):
διασταθμάομαι
Headword (normalized/stripped):
διασταθμαομαι
IDX:
9077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9078
Key:
διασταθμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σταθμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σταθμάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a god</Indic><Tr>set in regular order</Tr><Obj>human life<Expl><GLbl>w. <Ref>ἐκ</Ref> + gen.</GLbl>after its confused and bestial beginnings</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διασταθμάομαι'}