Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
διάστημα
View word page
δια-σπουδάζομαι
δια-σπουδάζομαιmid.vb be very eagerw.acc. + μήinf.that someone shd. not do sthg.D.pass.of rulesbe carefully formulatedD.of a contingencybe the object of careful attentionD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασπουδάζομαι
Headword (normalized):
διασπουδάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασπουδαζομαι
IDX:
9074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9075
Key:
διασπουδάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-σπουδάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-σπουδάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be very eager</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc. + <Ref>μή</Ref><and/>inf.</GLbl>that someone shd. not do sthg.<Au>D.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of rules</Indic><Def>be carefully formulated</Def><Au>D.</Au><vS2><Indic>of a contingency</Indic><Def>be the object of careful attention</Def><Au>D.</Au></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διασπουδάζομαι'}