Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διασπαθάω
διασπαρακτός
διασπαράσσω
διάσπασμα
διασπασμός
διασπάω
διασπείρω
διασπεύδω
διασπλεκόομαι
διασποδέω
διασπορᾱ́
διασπουδάζομαι
διᾴσσω
διασταδόν
διασταθμάομαι
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διασταυρόομαι
διαστείχω
διαστέλλω
View word page
διασπορᾱ́
διασπορᾱ́ᾶςfδιασπείρω scatteringw.gen.of a person's ashesPlu. dispersionof a peoplecollectv., ref. to Jewspeople dispersedw.gen.among the GentilesNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διασπορᾱ́
Headword (normalized):
διασπορᾱ́
Headword (normalized/stripped):
διασπορα
IDX:
9073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9074
Key:
διασπορᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>διασπορᾱ́</b>', 'content': "<NE><HG><HL>διασπορᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διασπείρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>scattering<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a person's ashes</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Def>dispersion<Expl>of a people</Expl></Def><nS2><Indic>collectv., ref. to Jews</Indic><Tr>people dispersed<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>among the Gentiles</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>", 'key': 'διασπορᾱ́'}